Book review, movie criticism

Wednesday, October 4, 2017

J.D. Salinger, Ο φύλακας στη σίκαλη

J.D. Salinger, Ο φύλακας στη σίκαλη (μετ. Τζένη Μαστοράκη), Επίκουρος 1978, σελ. 199


  Τα βιβλία και τις ταινίες τις βλέπω πολλές φορές όπως η μια μπίλια σπρώχνει την άλλη στο μπιλιάρδο. Για παράδειγμα, είδα στη δημοσιογραφική προβολή την βιογραφική ταινία του Danny Strong για τον Σάλινγκερ που έχει τίτλο «Rebel in the rye» και αποφάσισα να ξαναδιαβάσω το «Φύλακα στη σίκαλη» βιβλίο που το πρωτοδιάβασα όταν εκδόθηκε, το 1978. Επίσης, βλέποντας την ταινία «Pari» του ιρανού σκηνοθέτη Dariush Mehrjui και διαβάζοντας ότι αποτελεί μεταφορά του «Φράνι και Ζούι» του Σάλινγκερ, είπα να το μαζέψω από το ράφι των τύψεων και να το διαβάσω.
  «Ο φύλακας στη σίκαλη» ήταν ένα από τα βιβλία για τα οποία τσακωνόμασταν στο «Κέντρο Ζωής και Πολιτισμού», ένα πολιτιστικό φορέα της οργάνωσής μας. Εγώ και ο φίλος μου ο Γιώργος ο Βοϊκλής το υπερασπιζόμαστε, ενώ ο ζντανοφικός της οργάνωσης, να μην πω το όνομά του, το απέρριπτε γιατί, σύμφωνα με τις αρχές του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, δεν είχε θετικό ήρωα.
  Δεν με ενδιαφέρει αν σε μια ιστορία ο ήρωας δεν είναι θετικός, αν δεν είναι παράδειγμα προς μίμηση, αλλά δεν θέλω να είναι κακός. Μυθιστορήματα ή ταινίες που ο κύριος ήρωας είναι κακός (στο μυαλό μου έρχεται το «Άρωμα» του Πάτρικ Ζίσκιντ) δεν μου αρέσουν. Το ατύχημα είναι ότι δεν είμαι κανένας πρωτοκλασάτος θεωρητικός της λογοτεχνίας και βιβλιοκριτικός ώστε να αναγάγω το προσωπικό μου γούστο σε κανόνα, σύμφωνα με τον οποίο πρέπει να κρίνεται, αλλά και να γράφεται, ένα βιβλίο.
   Ο δεκαεξάχρονος ήρωας που μας αφηγείται τις περιπέτειές του και μας εξομολογείται τα προβλήματά του με την νεανική αργκό της εποχής, την οποία η Τζένη Μαστοράκη προσπαθεί να μεταφέρει στα ελληνικά δεδομένα πράγμα που είναι δύσκολο και γι’ αυτό όχι απόλυτα επιτυχημένο, μας συγκινεί. Επίσης, για μια φορά ακόμη συνειδητοποιώ ότι σε κάθε κανόνα υπάρχουν και οι εξαιρέσεις. Ο κανόνας είναι να υπάρχει πλοκή με σασπένς, τον ακούσαμε και στην ταινία. Εδώ η πλοκή είναι υποτυπώδης, αλλά τα επεισόδια που αφηγείται ο νεαρός ήρωας είναι συναρπαστικά καθ’ αυτά, κυρίως λόγω της γλώσσας και του τρόπου που τα αφηγείται.
  Γιατί είναι «αρνητικός» ήρωας ο Χόλντεν Κόλφιλντ;
  Μα είναι κακός μαθητής, τόσο κακός ώστε αναγκάζονται να τον αποβάλλουν από το σχολείο του. Τον έχουν ήδη αποβάλλει και από κάποια άλλα σχολεία. Όμως δεν θα φύγει αμέσως, αλλά την Τετάρτη, μαζί με όλα τα παιδιά, καθώς ξεκινάνε οι διακοπές.
  Έχει όμως κανένα νόημα να περιμένει;
  Έτσι αλλάζει γνώμη και φεύγει έπειτα από λίγο. Πουλάει τη γραφομηχανή του, έχει και κάποια χρήματα, θα μείνει σε ξενοδοχείο. Θα τηλεφωνήσει σε κάποιους, θα συναντηθεί με κάποιους, ακόμη και μια πόρνη θα δεχθεί στο δωμάτιό του, και θα καταλήξει να δει το Φοιβάκι, την μικρούλα αδελφούλα του.
  Οι πιο ωραίες σελίδες του βιβλίου είναι οι τελευταίες, εκεί που μιλάει για το Φοιβάκι. Μιλάει με τόση τρυφερότητα, με τόση αγάπη, που αναρωτιόμασταν, εγώ και ο Γιώργος, πώς διάβολο μπορεί να υποστηρίζει ο σύντροφός μας ότι είναι αρνητικός ήρωας.
  Όμως να σχολιάσουμε κάποια αποσπάσματα, όπως το συνηθίζουμε.
  «Τον κοίταξα κρύα κρύα, σαν να μ’ είχε προσβάλει ως εκεί που δεν παίρνει, και του λέω, “Φαίνομαι για ανήλικος”;» (σελ. 66).
  Τον Χόλντεν δεν ήθελαν να τον σερβίρουν οινοπνευματώδες ποτό. Εμένα δεν ήθελαν να με βάλουν στο σινεμά. -Βρε αμάν (είχα ξεχάσει την ταυτότητά μου, ήμουν δεκαοχτώ), τίποτα ο ταξιθέτης.
  Πώς μου έκοψε, δεν θυμάμαι. –Μα είμαι φοιτητής, του λέω και του δείχνω το πάσο, σαν φοιτητής σίγουρα έχω κλείσει τα δεκαοχτώ.
  -Εν τάξει, μου λέει, πέρνα.
  Έτσι δεν έχασα το έργο.
  «Το ζήτημα είναι ότι τις περισσότερες φορές, άμα κοντεύεις να το κάνεις μ’ ένα κορίτσι-θέλω να πω ένα κορίτσι που δεν είναι πουτάνα ή κάτι τέτοιο-όλη την ώρα σου λέει να σταματήσεις. Το κακό με μένανε είναι πως σταματάω. Τα περισσότερα παιδιά δε σταματάνε. Εγώ όμως δεν μπορώ να κάνω αλλιώς. Ποτέ δεν ξέρεις αν θέλουνε στ’ αλήθεια να σταματήσεις, ή αν είναι μόνο επειδή φοβούνται, ή αν σου λένε να σταματήσεις μόνο και μόνο για να φταις εσύ άμα προχωρήσεις και όχι εκείνες» (σελ. 88-89).
  Και θυμήθηκα μια γελοιογραφία.
  Ο κόκορας κυνηγάει την κότα. Η κότα τρέχει και σκέφτεται. «Αν σταματήσω θα με πει πουτάνα. Αν τρέξω θα χάσω την ευκαιρία. Το βρήκα!!! Θα σκοντάψω».
  Πιο πριν γράψαμε ότι ο Χόλντεν δέχτηκε μια πουτάνα στο δωμάτιο του ξενοδοχείου του.
  Την πουτάνα τελικά δεν έκανε κέφι να την πηδήξει.
  «Έβγαλα ένα πεντοδόλαρο και της το ’δωσα. “Σ’ ευχαριστώ πολύ” της λέω. “Χίλια ευχαριστώ”.
  Είχε αρχίσει να μη μου τα λέει καλά. Το ’βλεπες. Το φοβόμουνα πως κάτι τέτοιο θα γινότανε-ειλικρινά.
  “Ο Μώρις μου είπε πέντε”, της λέω. “Είπε δεκαπέντε ως το μεσημέρι, και μόνο πέντε η ριξιά”.
  “Δέκα πάει η ριξιά”.
  “Πέντε μου είπε εμένα. Λυπάμαι πάντως-λυπάμαι ειλικρινά- αλλά δεν μπορώ να δώσω ούτε πεντάρα παραπάνω”» (σελ. 93).
  Τελικά του τα πήρανε, αφού έφαγε και ένα μικρό μπερντάχι.
  Και θυμήθηκα.
  Νομίζω ήταν μόλις είχα απολυθεί από το στρατό, δεν είχα πάρει ακόμη τη μηχανή. Περπατούσα στην Αθηνάς. –Νεαρέ τι λες, πάμε;
  Καθόταν στα σκαλιά ενός ξενοδοχείου.
  Δεν το είχα ξανακάνει με του δρόμου. Ένοιωσα περιέργεια να το δοκιμάσω.
 -Πόσο κάνει;
 -Τόσο (πού να θυμάμαι, πάνε τόσα χρόνια).
  Βγάζω το πορτοφόλι και την πληρώνω.
  Μπήκαμε μέσα και με παρασέρνει προς τη ρεσεψιόν.
  -Πρέπει να πληρώσεις και το δωμάτιο.
  -Μα δεν μου είπες ότι τόσο κάνει; Εξυπακούεται ότι ήταν και το δωμάτιο μέσα, δεν μου είπες ότι πρέπει να το πληρώσω χωριστά και πόσο πρέπει να το πληρώσω. Μπορεί να μην έχω άλλα λεφτά.
  Λεφτά είχα, και το πλήρωσα. Αν δεν το πλήρωνα θα έχανα και αυτά που είχα δώσει. Και αν επέμενα να τα πάρω πίσω, ίσως να έτρωγα κι εγώ κανένα μπερντάχι σαν τον Χόλντεν. Αλλά από τότε δεν ξαναπλησίασα τέτοιου είδους πουτάνες, είτε σε σκαλιά ξενοδοχείου κάθονταν είτε σε πεζοδρόμιο. Και αν καμιά φορά, περνώντας από κοντά, φώναζαν «ψιτ, νεαρέ», έκανα πως δεν άκουγα.
  Θυμήθηκα και πάλι.
  Χρόνια αργότερα.
  Περνώντας από ένα μπαρ η κοπέλα μου κάνει «Ψιτ, νεαρέ, έλα μέσα να με κεράσεις ένα ποτό». Εγώ της χαμογέλασα και σηκώνοντας ελαφρά το δεξί μου χέρι της έδειξα με τον αντίχειρα πίσω από την πλάτη μου.
  Πίσω ερχόταν η γυναίκα μου με μια φίλη μας.
  Κούνησε το κεφάλι της χαμογελώντας με οίκτο.
  Και ένα τελευταίο.
 «…κάθεσαι σ’ ένα μπαρ και μισείς όλους όσους μπαίνουν….» (σελ. 175).
  Το χάρηκα αυτό, γιατί και εγώ επιμένω να κάνω την έλξη του αναφορικού.

  Είναι κλασικό βιβλίο παρά τις περιπέτειες που πέρασε (απαγορεύσεις κ.λπ.), πρέπει σίγουρα να το διαβάσετε. 

No comments: