Book review, movie criticism

Tuesday, July 29, 2014

Zygmunt Bauman, Παράπλευρες απώλειες



Zygmunt Bauman, Παράπλευρες απώλειες (μετ. Εύα Παραδέλλη), εκδόσεις του 21ου 2012, σελ. 265

Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα

Μελέτες πάνω στο σύγχρονο κόσμο από τον μεγάλο κοινωνιολόγο

  Όταν η φίλη μου η Ελευθερία μου έστειλε σε e-mail μια συνέντευξη του Zygmunt Bauman ενθουσιάστηκα από την μεγάλη ταυτότητα αντιλήψεων. Όταν διάβασα και το σχετικό δοκίμιο του φίλου μου του Γιώργου για τον Bauman (Γιώργος Πολ. Παπαδάκης, Προσεγγίσεις στον ευρωπαϊκό πολιτισμό, Δρόμων 2014, 432) αποφάσισα να διαβάσω οπωσδήποτε κάποιο έργο του. Έτσι αγόρασα το «Παράπλευρες απώλειες».
  Στην πραγματικότητα το βιβλίο είναι μια συλλογή από μελέτες του πολωνού κοινωνιολόγου. Σε αρκετές βέβαια από αυτές αναφέρεται και στις παράπλευρες απώλειες, όμως το μόνο κείμενο που είναι αποκλειστικά αφιερωμένο σ’ αυτές είναι η εισαγωγή. Εμείς θα παραθέσουμε κάποια αποσπάσματα, σχολιάζοντάς τα.
  Διαβάζουμε:
  «Ο Πινοσέτ στη Χιλή, ο Syngman Rhee στη Νότια Κορέα, ο Kee Kuan Yew στη Σιγκαπούρη, ο Τσανγκ Κάι Σεκ στην Ταϊβάν ή οι σημερινοί κυβερνώντες της Κίνας ήταν ή είναι δικτάτορες (ο Αριστοτέλης θα τους αποκαλούσε τυράννους) σε όλα, με εξαίρεση τα ονόματα που οι ίδιοι έχουν επιλέξει για τα αξιώματά τους· ωστόσο προΐσταντο ή προΐστανται μιας αξιοσημείωτης διόγκωσης και μιας ταχύτατα αυξανόμενης δύναμης των αγορών. Όλες αυτές οι χώρες που κατονομάστηκαν δεν θ’ αποτελούσαν την επιτομή του οικονομικού θαύματος σήμερα αν δεν επικρατούσε μια παρατεταμένη δικτατορία του κράτους. Θα μπορούσαμε μάλιστα να προσθέσουμε πως δεν αποτελεί απλώς σύμπτωση το ότι έχουν εξελιχθεί σε επιτομή του οικονομικού θαύματος» (σελ. 25).  
  Σωστή η διαπίστωση. Υπάρχουν όμως δικτάτορες και δικτάτορες. Ο παπα-Ντοκ ήταν δικτάτορας στην Αϊτή, και η χώρα ήταν βυθισμένη στην εξαθλίωση. Και δημοκρατίες επίσης, όπως η Ινδία. Σαν συνταξιούχος μικροαστός προκρίνω τη δημοκρατία, στην οποία δεν κινδυνεύω να με μπουζουριάσουν αυθαίρετα κάποια στιγμή και να με χώσουν στη φυλακή. Όμως με τίμημα τις παράπλευρες απώλειες στις παραπάνω χώρες, ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού απολαμβάνει το οικονομικό θαύμα –για την Κίνα ξέρω αρκετά καλά – και έχει δει το επίπεδο ζωής του να ανεβαίνει σημαντικά.
  Αμέσως πιο κάτω ο Bauman μας καλεί «να θυμηθούμε πως η αρχική φάση της ανάδυσης ενός καπιταλιστικού καθεστώτος, η φάση της λεγόμενης πρωτογενούς συσσώρευσης του κεφαλαίου, χαρακτηρίζεται πάντα από άνευ προηγουμένου και απεχθέστατες κοινωνικές αναταραχές, απαλλοτριώσεις πόρων διαβίωσης και μια πόλωση των όρων ζωής» (σελ. 25-26). Όντως η ευημερία των σημερινών ανεπτυγμένων βιομηχανικά κρατών στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στις «παράπλευρες απώλειες» στην πρώτη φάση – και όχι μόνο βέβαια – της ανάπτυξής τους.   
  Θυμάμαι στη συνέντευξη που ο Μπάουμαν μιλούσε για την υπερκατανάλωση. Εδώ βρίσκουμε ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα.
  «Αν το κράτος πρόνοιας υποχρηματοδοτείται, καταρρέει ή ακόμα και κατεδαφίζεται ενεργά, είναι επειδή οι πηγές του καπιταλιστικού κέρδους έχουν μεταφερθεί ή μετατοπιστεί από την εκμετάλλευση της βιομηχανικής εργασίας στην εκμετάλλευση των καταναλωτών· κι επειδή οι φτωχοί άνθρωποι, απογυμνωμένοι από τους πόρους που απαιτούνται για ν’ ανταποκριθούν στη γοητεία των καταναλωτικών αγορών χρειάζονται ρευστό και πιστωτικούς λογαριασμούς (τα οποία δεν ανήκουν στο είδος των υπηρεσιών που παρέχει το κράτος πρόνοιας) ώστε να είναι χρήσιμοι με τον τρόπο που αντιλαμβάνεται τη χρησιμότητα το κεφάλαιο» (σελ. 30).
  Το να ξοδεύεις παραπάνω από ό,τι αντέχει η τσέπη σου είναι πράγματι ένα μεγάλο πρόβλημα σήμερα, το οποίο εκμεταλλεύονται όχι μόνο οι παροχείς προϊόντων και υπηρεσιών αλλά και οι τράπεζες με τα υπέρογκα επιτόκια των πιστωτικών καρτών. Όμως δεν είναι αυτός ο λόγος που καταρρέει το κράτος πρόνοιας, και είναι μεγάλη η κουβέντα για να την κάνουμε εδώ. Επίσης πιστεύω ότι δεν πρέπει να υποτιμούμε την εκμετάλλευση της βιομηχανικής εργασίας. Το ότι οι εταιρείες μεταφέρουν τα εργοστάσιά τους σε χώρες με φτηνό εργατικό δυναμικό είναι μια απόδειξη. Πάντως η υπερκατανάλωση, όπως και η κούρσα του χρηματιστηρίου και η αντίδραση στην κρίση στα καθ’ ημάς, δείχνει το πόσο αφελείς, για να χρησιμοποιήσουμε την πιο ήπια έκφραση, είναι οι «μάζες», για να χρησιμοποιήσουμε επίσης μια λέξη που τη συναντάμε σε άλλα συμφραζόμενα.
  Σε πολλά σημεία ο Μπάουμαν μιλάει για την πρώιμη «στέρεη» φάση της νεοτερικότητας με την αισιοδοξία που την διακατείχε σε σύγκριση με την «ρευστή» σημερινή φάση της. Ένα χαρακτηριστικό της αλλαγής είναι το πέρασμα της εξουσίας από τα αφεντικά στους διευθυντές. Η υπερνίκηση της αβεβαιότητας, όραμα της στέρεης φάσης με την ανακάλυψη των υποτιθέμενων άκαμπτων «κανόνων βάθους» και της τιθάσευσης της τύχης, έχει πια εγκαταλειφθεί τη σημερινή περίοδο της ρευστής φάσης· και όχι μόνο αυτό, αλλά τα διευθυντικά στρώματα και οι φορείς της εξουσίας εκμεταλλεύονται την αβεβαιότητα για τον έλεγχο των πιο κάτω στρωμάτων.
  Σε αρκετές από τις μελέτες αυτές ο Μπάουμαν «συνομιλεί» με άλλα πρόσωπα. Στο «Οι ξένοι είναι κίνδυνος…είναι όντως;» αντλεί από τον γάλλο ηθικό φιλόσοφο Emmanuel Levinas (αγνοούσα την ύπαρξή του, τον έμαθα πρόσφατα από μια φίλη) για να ενισχύσει τα επιχειρήματά του.
  Ξεφυλλίζοντας το βιβλίο και διαβάζοντας τις υπογραμμίσεις μου θα κάνω μια παρένθεση για να διορθώσω μια υποσημείωση της μεταφράστριας. Ο Μπάουμαν γράφει: «Ομολογουμένως, είναι μια ανήσυχη συνύπαρξη, γεμάτη «βουή και μανία» - μια σημαίνουσα ωστόσο εμπειρία για τους αποδέκτες της ρευστής νεοτερικής αμφισημίας» (σελ. 107).  Στο «βουή και μανία» βάζει δείκτη υποσημείωσης δικής της, στην οποία γράφει: «Η ζωή είναι ένα παραμύθι/ που λέει ένας ηλίθιος όλο βουή και πάθος, Μάκβεθ, πράξη Πέμπτη, σκηνή Πέμπτη». Υποκλίνομαι στον δεκαπεντασύλλαβο, όμως το διακείμενο δεν είναι από τον Σαίξπηρ, είναι από τον Ουίλιαμ Φώκνερ, και συγκεκριμένα από το μυθιστόρημά του «Η βουή και η μανία».
  Διορθώνω τη νεοτερικότητα με όμικρον. Στη δημοτική μόνο τα παραθετικά και που παράγονται από επιρρήματα, και φυσικά τα παράγωγά τους, γράφονται με ωμέγα, όπως ανώτερος, απώτερος κ.λπ., ενώ τα παραθετικά που παράγονται από επίθετα γράφονται με όμικρον. Στη google όμως που έψαξα βλέπω δεκαπλάσιες φορές το νεωτερικότητα με ωμέγα (91.700 αποτελέσματα). Η γλωσσολογική αρχή «η χρήση κάνει τον κανόνα» μάλλον δεν έχει απόλυτη εφαρμογή.
  Διαβάζω:
  «Η Μάργκαρετ Θάτσερ, αυτή η αλάνθαστη ερμηνεύτρια της φιλοσοφίας των πάγκων της αγοράς, μπήκε στα χρονικά ξαναγράφοντας τη Ευαγγέλιο: δηλώνοντας ότι ο Καλός Σαμαρείτης δεν θα ήταν καλός Σαμαρείτης αν δεν είχε χρήματα» (σελ. 126).
  Δεν νομίζω να είναι μόνο δική μου πεποίθηση ότι όσο πιο πλούσιος είναι κανείς τόσο πιο τσίφρης είναι, με τις αναπόφευκτες βέβαια εξαιρέσεις. (Ψάχνω στη google για το τσίφρης, δεν βρίσκω παρά μόνο ένα λήμμα, που έχει τη λέξη με κεφαλαίο. Όπως διαβάζω σ’ αυτό, πρόκειται για κάποιο παλιό κρητικό φραγκοφονιά, μα τόσο φραγκοφονιά, που το όνομά του πήρε αυτή τη μεταφορική σημασία, όπως και ο Τόφαλος, ένας υπέρβαρος πατρινός που το όνομά του έγινε συνώνυμο του παχύσαρκου.
  Στο κείμενο για τη «Φυσική ιστορία του κακού» ο Μπάουμαν αναφέρεται στο πόσο ο κάθε άνθρωπος, φυσιολογικός από κάθε άποψη, όταν βρεθεί κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες μπορεί να μεταβληθεί σε τέρας. Αναφέρει ένα γνωστό πείραμα που αποδεικνύει πόσο τα άτομα είναι επιρρεπή να υπακούουν σε απεχθέστατες εντολές όταν αυτές δίνονται από μια ανώτερη εξουσία. Οι ψυχολόγοι που εξέτασαν τον Άιχμαν βρήκαν ότι ήταν εντελώς φυσιολογικός. Σε ένα απόσπασμα που παραθέτει ο Μπάουμαν από το βιβλίο της Hannah Arendt, «Ο Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ», διαβάζουμε:
  «Μισή ντουζίνα ψυχίατροι πιστοποίησαν πως είναι φυσιολογικός – «Εν πάση περιπτώσει, περισσότερο φυσιολογικός απ’ όσο είμαι εγώ αφότου τον εξέτασα», λέγεται πως αναφώνησε ένας απ’ αυτούς, ενώ ένας άλλος επισήμανε πως η όλη ψυχολογική στάση του, η στάση του απέναντι στη σύζυγό και τα παιδιά του, τη μητέρα του και τον πατέρα του, τις αδελφές και τους φίλους του, «δεν ήταν απλώς φυσιολογική, αλλά η πιο επιθυμητή» (σελ. 212-213).
  Δεν ένοιωσα καθόλου έκπληξη. Παρά την αντιναζιστική φιλολογία που θέλει να παρουσιάσει τους ναζί ως τέρατα εγώ έχω άλλη άποψη.
  Διαβάζοντας τον Μπάουμαν θυμήθηκα την «σύντηξη οριζόντων» του Gadamer, στην οποία αναφέρεται συχνά. Εδώ θέλω απλώς να υπογραμμίσω πως ο «ορίζοντας» κάθε εποχής καθορίζει στάσεις και νοοτροπίες ανθρώπων. Στον «ορίζοντα» της κλασικής αρχαιότητας η δουλεία ήταν κάτι το φυσιολογικό, στην οποία συναινεί και ο Αριστοτέλης. Αν έκανες σε ένα Αθηναίο την κλασική εποχή ένα ερώτημα που γίνεται σήμερα συχνά «Πιστεύεις στο θεό;» θα σε περνούσε για τρελό. Ποιο θεό; Τι κουραφέξαλα είναι αυτά που λες; Αφού υπάρχουν πολλοί θεοί.
  Για ένα ναζί οι εβραίοι ήταν υπάνθρωποι, μια επικίνδυνη φυλή που έπρεπε να εξαφανιστεί. Το ίδιο και κάθε ΑΜΕΑ, όπως γινόταν στην αρχαία Σπάρτη. Αυτός ήταν ο ορίζοντάς τους, και μέσα σ’ αυτόν κινιόντουσαν φυσιολογικοί άνθρωποι.
  Ναι, ακολουθώντας τη «σύντηξη οριζόντων» του Gadamer έχω αυτή τη διαφορετική αντίληψη για τους ναζί.
  Οι γερμανοί δεν ήταν σαδιστές, ήταν ψυχροί εκτελεστές. Βασάνιζαν τους ύποπτους για συμμετοχή στην αντίσταση, για να αποσπάσουν πληροφορίες. Σκότωναν σε αντίποινα. Σαδιστές ήταν οι γιαπωνέζοι, που σκότωναν αδιάκριτα όποιον έβρισκαν μπροστά τους στο Ναντσίνγκ. Τρακόσιες χιλιάδες άμαχοι σκοτώθηκαν σε ένα λουτρό αίματος που διήρκησε έξι εβδομάδες, τριπλάσιοι από ό,τι στη Χιροσίμα και στο Ναγκασάκι, και χιλιάδες γυναίκες βιάστηκαν. Διάβασα κάπου ότι οι αμερικάνοι ζήτησαν από το σύμμαχό τους τον Χίτλερ να παρέμβει για να σταματήσει αυτό το λουτρό αίματος. Τα γεγονότα αυτά έγιναν το 1937, πριν τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο.
  Ίσως και οι γιαπωνέζοι να μην ήταν σαδιστές. Αυτός ήταν ο ορίζοντάς τους· ορίζοντας που κυριαρχούσε στην ανθρωπότητα μέχρι πρόσφατα, από τις δημόσιες εκτελέσεις και το κάψιμο των μαγισσών μέχρι τα παλουκώματα των τούρκων (Το Κολωνάκι πήρε το όνομά του από ένα κολωνάκι που ήταν εκεί και το είχαν οι τούρκοι για παλούκωμα).
  Έχω πάρα πολλές υπογραμμίσεις στο βιβλίο, αλλά δεν μπορώ να αναφερθώ σε όλες, ήδη κοντεύουμε να ξεπεράσουμε τις τρεις σελίδες. Κλείνοντας απλά θα πω ότι η ματιά του Μπάουμαν πάνω στο σύγχρονο κόσμο είναι από τις πιο οξυδερκείς, και γι’ αυτό συνιστώ ανεπιφύλακτα αυτό το βιβλίο.

Μπάμπης Δερμιτζάκης
 

Saturday, July 19, 2014

Nick Kassavetis, The other woman



Nick Kassavetis, The other woman (2014)

 Το ήξερα, αλλά το συνειδητοποίησα βλέποντας τις δυο ταινίες του York Shackleton, Kush και Street, ότι υπάρχει και μη χολιγουντιανός αμερικάνικος κινηματογράφος. «Η άλλη γυναίκα» του Nick Kassavetis, γιου του John, είναι μια φοβερή κωμωδία ενός off-Holliwood κινηματογράφου. Η γυναίκα και οι δυο ερωμένες, όταν ανακαλύπτουν την ύπαρξη κάθε μια των δύο άλλων, αποφασίζουν να πάρουν την εκδίκησή τους. Γέλασα πολύ.

Friday, July 18, 2014

Σπύρος Ζαχαράκης, Η δική μας Εδέμ



Σπύρος Ζαχαράκης, Η δική μας Εδέμ, Ιεράπετρα 21ος αιώνας, 2014, σελ. 356

Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Ιεράπετρα 21ος αιώνας, Πέμπτη 17 Ιουλίου 2014.

  Μετά την «Ιστορία του παππού μου»  ο Σπύρος Ζαχαράκης μας παρουσιάζει το καινούριο του βιβλίο, μυθιστόρημα αυτή τη φορά το   πάλι από τις εκδόσεις της εφημερίδας «Ιεράπετρα 21ος αιώνας».
  Περισσότερο από ότι στην «Ιστορία του παππού μου» σε αυτό το μυθιστόρημα ο Ζαχαράκης προβάλει το φόντο, τις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες ενός χωριού της επαρχίας Ιεράπετρας, και κατ’ επέκταση ολόκληρης της επαρχίας, κυρίως στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα. Το ονομάζει «Ανατολικό», αποκαλύπτοντας αμέσως το πραγματικό του όνομα. Για όσους έχουν αμφιβολία, αυτή διαλύεται όταν στο σκηνικό μπάζει τον βιολάτορα τον Παντελή, στον οποίο αναγνωρίζει κανείς αμέσως τον Παντελή τον Μπαριταντωνάκη. Ελάχιστες συνεντεύξεις έχω πάρει στη ζωή μου, αλλά του πήρα μια σύντομη, πριν τριάντα τόσα χρόνια, όταν ξεκίνησα τη συνεργασία μου με τα «Κρητικά Επίκαιρα», που τότε λεγόταν «Κρητικά».
  Γιατί επέλεξε ο Ζαχαράκης την Ανατολή;
  Πιστεύω διότι, καθώς είναι ένα ορεινό χωριό, του δίνει τη δυνατότητα να μιλήσει και για τις συνθήκες ζωής των βοσκών. Ο κεντρικός ήρωας του μυθιστορήματος, ο Γιωργής, είναι βοσκός. Όμως μιλάει κυρίως για τις καλλιέργειες των πρώιμων κηπευτικών, στις οποίες οι κάτοικοι της Ανατολής ήταν από τους πρωτοπόρους.
  Η ιστορία ξεκινάει το μεσοπόλεμο. Εκείνη την εποχή ήταν συνηθισμένο να επιβάλλουν οι γονείς, δηλαδή ο πατέρας, με το έτσι θέλω τον γαμπρό στη νύφη, και να αρνούνται προξενιά όταν ο γαμπρός δεν είχε τα «προσόντα», όπως τα εννοούσε τουλάχιστον. Υπήρχε ο έρωτας, που όμως έπρεπε να μένει όσο το δυνατό κρυφός. Και όταν ο ερωτευμένος νέος είχε μεγάλες αμφιβολίες αν ο πατέρας της κοπέλας θα δεχόταν την πρόταση γάμου, κατέφευγε στην «κλεψά». Η  κλεψά της Τασούλας, και μάλιστα τα μεταπολεμικά χρόνια, το 1950, απασχόλησε το πανελλήνιο. Αρχές της δεκαετίας του ’80 κυκλοφόρησε το πρώτο βιβλίο με θέμα το ειδύλλιο αυτό, για το οποίο είχα γράψει μάλιστα μια βιβλιοκριτική στα «Κρητικά Επίκαιρα», ενώ πριν καμιά δεκαριά χρόνια κυκλοφόρησαν άλλα δυο. Το ένα ήταν μια μυθιστορηματική απόδοση από τη Ρέα Γαλανάκη, με τίτλο «Αμίλητα βαθειά νερά» (Καστανιώτης, 2006) και το άλλο του  Τάσου Κοντογιαννίδη με τίτλο «Η απαγωγή της Τασούλας» (Άγκυρα, 2005). Εκείνου του πρώτου δεν θυμάμαι ούτε συγγραφέα ούτε τίτλο. Θυμάμαι επίσης ότι στη βιβλιοκριτική μου έγραψα για το αντιρομαντικό τέλος της ιστορίας (τρεις μήνες μετά την αποφυλάκιση του Κώστα Κεφαλογιάννη που είχε καταδικαστεί σε δυο χρόνια φυλακή το ζευγάρι χώρισε). Λέγοντας ότι άλλο ζωή και άλλο μυθιστόρημα, κατέληγα ότι αν ο Κορνάρος είχε γράψει τη συνέχεια του Ερωτόκριτου θα μας έλεγε ότι ο Ερωτόκριτος τα έφτιαξε με κάποια κυρία της αυλής και η Αρετούσα με κάποιο της ακόλουθο. Ο συγγραφέας έστειλε μια επιστολή διαμαρτυρίας μιλώντας για το «λίβελό» μου, παρόλο που το είχα επαινέσει. Δεν είχε καταλάβει τι έγραφα.
  Η κλεψά της Μαρίας από τον Γιωργή δεν είχε ούτε την επεισοδιακή αρχή ούτε το θλιβερό τέλος που είχε η κλεψά της Τασούλας. Ο πεθερός ο Χαραλάμπης συγκατένευσε, έδωσε την ευχή του και το ζευγάρι παντρεύτηκε.
  Η ζωή των κτηνοτρόφων είναι σκληρή και τα κέρδη ασήμαντα. Έτσι ο Γιωργής αρχίζει να εγκαταλείπει σιγά σιγά τη κτηνοτροφία και να ασχολείται με τα πρώιμα κηπευτικά. Ο Ζαχαράκης δίνει πολύ λεπτομερειακά τις συνθήκες των καλλιεργειών εκείνη την εποχή, και αναφέρεται διεξοδικά στους τρόπους καλλιέργειας, κυρίως της ντομάτας, με τους φράχτες, τις αχειμάδες, την άμμο, και κάποια
στιγμή τα θερμοκήπια. Μιλάει επίσης για τη σταδιακή μετεγκατάσταση των κατοίκων του ορεινού Ανατολικού στα πεδινά και τη δημιουργία του Νέου Ανατολικού.
  Αναφέρεται επίσης για τις συνθήκες ζωής των παιδιών που από τα χωριά τους πήγαιναν στο Καστέλι (Ιεράπετρα) για τις γυμνασιακές τους σπουδές. Ακόμη, στο πρόσωπο των δυο παιδιών του Γιωργή, του Ανδρέα και του Χαραλάμπη, παρουσιάζει τον καλό μαθητή και τον κακό. Το μαθητή που είναι δοσμένος στα γράμματα και τον τεμπέλη μαθητή που τον ενδιαφέρει μόνο η παρέα και η διασκέδαση, που όμως είναι πολύ δυναμικός. Μέσα από τον Χαραλάμπη, τον κακό μαθητή, ο Ζαχαράκης δίνει επίσης μια εικόνα των νέων που παρασύρθηκαν στα ναρκωτικά, που χωρίς να αποτελούν μάστιγα έχουν παρασύρει κάμποσους γεραπετρίτες νέους. Δίνει τέλος την εικόνα των νεόπλουτων αγροτών μετά την ταχύτατη ανάπτυξη των θερμοκηπίων, την αγορά οικοπέδων και την οικοδόμηση πολυτελών κατοικιών στην Ιεράπετρα.
  Εξαντλητικός στις περιγραφές του, με πλούσιο διαλογικό μέρος και με μια περίπου προσχηματική  πλοκή με ευτυχισμένο χάπι εντ (απεξάρτηση, γάμος και ένας γιος), ο Ζαχαράκης δίνει όπως είπαμε μια γλαφυρή εικόνα της επαρχίας μας από το μεσοπόλεμο μέχρι τις μέρες μας.
  Στη βιβλιοκριτική μου για το τελευταίο βιβλίο του Ανδρέα Μήτσου, μια συλλογή διηγημάτων με τίτλο «Η εξαίσια γυναίκα με τα ψάρια»,  αναφερόμενος στην εμμονή μου να ανιχνεύω ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους τόσο σε πεζά όσο και ποιήματα με ελεύθερο στίχο, γράφω:
  «Γιατί αυτή η εμμονή;
  Αφενός λόγω καταγωγής, γιατί οι κρητικοί

  Με μαντινιάδες τραγουδούν, με μαντινιάδες κλαίνε,
  με μαντινιάδες σκέφτονται, και ό,τι θες σου λένε

  και ο ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος είναι ο στίχος της μαντινιάδας, και αφετέρου για να δείξω ότι ο ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος κυλάει πολλές φορές αβίαστα, μη προγραμματικά, στο λόγο μας, τον οποίο έλκει σαν μαγνήτης».
  Ο Ανδρέας Μήτσου δεν είναι κρητικός, όμως ο Ζαχαράκης είναι. Γι’ αυτό μπόρεσα να ανιχνεύσω στο βιβλίο του πάρα πολλούς ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους, τους οποίους μπορώ να παραθέσω στην ηλεκτρονική έκδοση για το Λέξημα και για το blog μου. Η εφημερίδα «Ιεράπετρα 21ος αιώνας» μπορεί βέβαια να κάνει επιλογή.

Κι οι τρεις, γαμπρός και μπιστικοί, σαν αστακοί ζωσμένοι
Που από τα μικράτα τους είχαν στη δούλεψή τους
Άρχισαν πάλι να κροτούν και τα σπαθιά ν’ αστράφτουν
Περίμενε, περίμενε, μα εκείνη δε μιλούσε
Μόνο επαίνους άκουγε για την επιλογή της
Να βοηθήσει στη σφαγή κάποιου μεγάλου ζώου
Άνοιξε το βιβλίο του και πήγε παρακάτω
Να βοηθήσει στη σφαγή κάποιου μεγάλου ζώου
Άνοιξε το βιβλίο του και πήγε παρακάτω
Τι θα ’κανε ο Ανδρέας της ή η κυρά Ελένη;
Έβλεπε κι αποτύπωνε όσες πληροφορίες
Θα γύριζε στη μάνα της, μαζί με τα παιδιά της
Μαρία μου, αγάπη μου, ίντα ’βαλες στο νου σου
Θα αποφασίσω και εγώ ν’ αλλάξω ασχολία
Εσύ γυρίζεις στα βουνά μα η μοίρα σου δουλεύει
Χωράφι από τ’ αγόρια του να μου το δώσει εμένα;
Τραβώντας τον από τ’ αυτί τον έφερνε στο σπίτι
Εκείνη την περίοδο, άνοιξη πρέπει να ’ταν
Και κείνος να πετάγεται μέχρι την παραλία
Συνέχεια τη σκέπαζε με κάτασπρο σεντόνι
Είπαν πως θα κατέβαιναν οι ίδιο στο σαλόνι
Τις έβλεπε να λιάζονται στην κοίτη του χειμάρρου
Που το παιδί του επέλεξε κι ο ίδιος προτιμούσε
Το φορτηγάκι πρόθυμα τους το παραχωρούσε
Υψώθηκε στο Πάνθεον των γηγενών ηρώων
Αρά και πού ν’ ακούγεται κουδούνι των προβάτων
Πήρε το φορτηγάκι του και πήγε στο Καστέλι
Μη σας προκύψει ξαφνικά καμιά εγκυμοσύνη
Και τέτοιες συμπεριφορές τις είχαν συνηθίσει
Έφυγε κι όλη η σκέψη του ήταν στον Χαραλάμπη
Γιατί η Μαρία φρόντισε να της τηλεφωνήσει
Τους κοίταζε από μακριά με μάτια δακρυσμένα

Wednesday, July 16, 2014

York Shackleton, Kush



York Shackleton, Kush (2005)

  Μας ενθουσίασε ο Shackleton με το Street και είπαμε να δούμε και την cult ταινία του Kush.
  Τι σημαίνει Kush; Έψαξα τη λέξη στη Βικιπαίδεια και βρήκα ότι σημαίνει υψηλής ποιότητας μαριχουάνα.
  Στο Street o Shackleton μας μιλάει για τα παιδιά που εγκαταλείπουν το σπίτι τους. Στο Kush μας μιλάει για τα παιδιά που μπλέκουν με τα ναρκωτικά. Αναζητώντας τον τεχνητό παράδεισο, αλλά και το χρήμα σαν dealers, μπορούν να μπλέξουν άσχημα. Οι τρεις νεαροί χωρίς να το καταλάβουν μπλέχτηκαν σε ένα φόνο, καταστρέφοντας τις ζωές τους. Ο αφηγητής είναι dealer, και τον βλέπουμε στο τέλος της ταινίας να παρατάει τη σακούλα με την οποία μεταφέρει το Kush στους πελάτες του. Έχει συνειδητοποιήσει το επικίνδυνο της δουλειάς.
  Τελικά υπάρχει αμερικανικός κινηματογράφος διαφορετικός από τον χολιγουντιανό, που αξίζει να τον δει κανείς.