Book review, movie criticism

Sunday, October 6, 2013

Thomas Mann, Θάνατος στη Βενετία



Thomas Mann, Θάνατος στη Βενετία (μετ. Άρης Δικταίος), Ζαχαρόπουλος 1988, σελ. 295

  Είχα ξεχάσει ότι είχα ξαναδιαβάσει το βιβλίο. Σε κάθε βιβλίο που διαβάζω, υπογράφω στην τελευταία σελίδα και γράφω και την ημερομηνία που το τέλειωσα. Στο βιβλίο αυτό δεν υπήρχε καμιά υπογραφή και ημερομηνία. Διαβάζοντάς το όμως έβλεπα ότι είχα υπογραμμίσεις. Σκέφτηκα ότι μάλλον δεν είχα προλάβει να το τελειώσω. Φτάνοντας στην τελευταία σελίδα είδα ότι υπήρχε η υπογραφή μου.
  Ο ένας λόγος που δεν υποψιάστηκα ότι το είχα διαβάσει είναι το ότι μου ήταν γνωστή η υπόθεση από την ταινία, που την είδα φοιτητής. Ο άλλος λόγος είναι πώς ο «Θάνατος στη Βενετία» είναι ένα από τα τέσσερα διηγήματα που περιέχονται στη συλλογή, πρώτο στη σειρά. Τα υπόλοιπα  τρία δεν τα είχα διαβάσει.
  Δεν έγραψα για το «Μαγικό Βουνό», δεν έγραψα για το «Δόκτωρ Φάουστους», βιβλία που διάβασα αργά μεν, αλλά πριν το blog, και έτσι δεν είχα κίνητρο να γράψω κάτι γι’ αυτά. Την ίδια μοίρα θα είχε και ο «Θάνατος στη Βενετία», που τον τέλειωσα στις 17-7-2003, πριν δέκα χρόνια δηλαδή, στην Κρήτη, αν δεν είχα ξεχάσει ότι το είχα διαβάσει. Από την Κρήτη τον έφερα στην Αθήνα, μαζί με τη «Σαλαμπώ» του Φλωμπέρ την οποία διαβάζω τώρα, βιβλία και τα δυο must για μένα, που έπρεπε να διαβάσω οπωσδήποτε.
  Είναι κάμποσες μέρες που το τέλειωσα, αλλά έμπλεξα με τα προβλήματα του υπολογιστή, μέχρι που αποφάσισα να πάρω καινούριο, δεν ήξερα μετά από πόσο καιρό θα μου επέστρεφε τον παλιό το service κι ας ήταν εντός εγγύησης. Και ήταν μια χρονοβόρα διαδικασία για μένα να εγκαταστήσω ένα σωρό προγράμματα που χρειάζομαι και δουλεύω, έστω και σπάνια. Μόλις μου επιστρέψουν τον παλιό θα εγκαταστήσω και εκεί τα ίδια προγράμματα, έτσι ώστε να μην έχω πια πρόβλημα. Εξάλλου όλα μου τα αρχεία βρίσκονται σε εξωτερικούς σκληρούς δίσκους. Προσπαθώ πάντα να γράφω τη βιβλιοκριτική μόλις τελειώνω το βιβλίο, αλλά σ’ αυτό καθυστερήσαμε. Έχει παλιώσει η εντύπωση, έχω όμως τις υπογραμμίσεις.
  Να γράψουμε πρώτα πρώτα για το «Θάνατο στη Βενετία».
  Ο επιτυχημένος συγγραφέας Gustav Aschenbach πηγαίνει στην Βενετία να ξεκουραστεί (Δεν ξέρω γιατί ο Δικταίος τον μεταγράφει ως Άχενμπαχ. Και πριν προλάβω να αναρωτηθώ, γράφοντας αυτές τις γραμμές κατάλαβα. Ο Δικταίος είναι κρητικός, και σαν κρητικός το Άχενμπαχ το προφέρει ως Aschenbach-Ashenbach για τους μη γερμανομαθείς. Μπράβο Άρη, Κρήτη über alles-και δεν θέλω αυθαίρετους συνειρμούς, που γίνονται επίκαιροι τώρα, μην παρεξηγηθώ δηλαδή. Παρεμπιπτόντως βρήκα και μια λέξη που είχα χρόνια να την ακούσω: χορευτακίζει, με απαξιωτική σημασία). Εκεί συναντάει έναν δεκατετράχρονο νεαρό Πολωνό, τον Τατζού, που παραθερίζει με την οικογένειά του. Τον ερωτεύεται. Δεν θα του μιλήσει ποτέ, αλλά θα τον καμαρώνει από μακριά. Μια επιδημία χολέρας θα τον διώξει από τη Βενετία, ενώ τον Άχενμπαχ θα τον οδηγήσει στο θάνατο, θάνατο που προσημαίνεται στον τίτλο.
  Όπως γράφει ο Δικταίος στο οπισθόφυλλο, «Το πρώτο (διήγημα) είναι ανασύνθεση του πλατωνικού έρωτα, αναζήτηση του «κάλλους».
  Ο Μαν δοκιμιογραφεί αρκετά στα έργα του, και το «Θάνατος στη Βενετία δεν μπορούσε να αποτελέσει εξαίρεση. Υπάρχουν σελίδες για το κάλλος, αλλά και σελίδες για τον έρωτα, με συχνή αναφορά στον «Φαίδρο» από όπου υποπτεύομαι ότι έχουν παρθεί αυτούσια κάποια αποσπάσματα και δεν είναι ελεύθερη μεταγραφή, όμως θα μου φάει χρόνο για να το επιβεβαιώσω.
  Διάβασα κάπου ότι σε αυτοβιογραφικό του κείμενο ο Μαν έγραψε πως βλέποντας τον μικρό του γιο ξαπλωμένο στο κρεβάτι του να κοιμάται του σηκώθηκε. Δεν θυμάμαι πού το διάβασα, δεν μπορώ να το επιβεβαιώσω, δεν έχω χρόνο πια να επιβεβαιώνω το κάθε τι, αλλά το διήγημα αυτό με υποψιάζει ότι είναι αλήθεια. Βέβαια δεν διάβασα πουθενά να έχει αναπτύξει ποτέ ο Μαν ομοφυλόφιλες σχέσεις. Αν υπήρξε αμφίφυλος, το έτερο σκέλος του «αμφι» θα πρέπει να έμεινε ανολοκλήρωτο, ακριβώς με την σημασία που έχει αποκτήσει ο «πλατωνικός έρωτας», ως ο έρωτας που δεν ολοκληρώνεται ποτέ με σεξουαλική σχέση. 
  Διαβάζω: «Ο Σωκράτης δίδασκε το Φαίδρο… Φαίδρε μου, και μόνο η ομορφιά, είναι αξιέραστη κι ορατή μαζί: η ομορφιά είναι, και πρόσεξε καλά αυτό! Η μόνη μορφή του πνευματικού που μπορούμε να συλλάβουμε με τις αισθήσεις μας και ν’ αντέξουμε με τις αισθήσεις μας… Κι ύστερα ο αποπλανητής κ’ εραστής της νεότητας εξέφρασε ό, τι πιο λεπτό ακόμη είχε να πει, τούτο δω: ο εραστής είναι θεϊκότερος από τον ερωμένο».
  Με τέτοιες μαλαγανιές ο Σωκράτης έριχνε τους νέους. Γιατί στο «Συμπόσιο» διάβασα ότι ο Σωκράτης ήταν ερωμένος.
  Το «Συμπόσιο» το διάβασα πριν τέσσερα χρόνια. Μου το ζήτησε αγαπημένη φίλη για να το συζητήσουμε μετά. Εκεί ο Πλάτωνας εκθειάζει τον ομοφυλόφιλο έρωτα, λέγοντας ότι ο ετεροφυλόφιλος έρωτας είναι συνήθεια βαρβαρική. Επί τη ευκαιρία να το δηλώσω μια και καλή, για κάποιους που μου την πέφτουν στο facebook, ότι όσον αφορά τις σεξουαλικές μου προτιμήσεις είμαι βάρβαρος 100%. Τώρα βέβαια πια ελέγχω τα request, όμως όλο και κάποιοι ξεφεύγουν τον έλεγχο, και εγώ δεν είμαι σαν τον Μεταξά, στα request σχεδόν πάντα απαντάω «ναι».
  Βαριέμαι να ξαναγράφω, θα κάνω αντιγραφή και επικόλληση ένα απόσπασμα από την παρουσίαση (είναι ιεροσυλία να μιλήσω σ’ αυτή την περίπτωση για βιβλιοκριτική) που έκανα τότε στο «Συμπόσιο».
  «…όμως μου άρεσε περισσότερο το τέλος του έργου. Εκεί βλέπουμε τον Αλκιβιάδη, ολομέθυστο, να λέει πόσες προσπάθειες έκανε να τα φτιάξει με τον Σωκράτη, αλλά αυτός, βράχος. Ταυτόχρονα βέβαια ψάλει το εγκώμιο του Σωκράτη, αναφέροντας πράγματα που παρατίθενται ακόμη και στο πιο σύντομο βιογραφικό του, για την αντοχή του στις εκστρατείες, την ανδρεία του, το πόσο ξεχνούσε τα γύρω του όταν τον απασχολούσε ένα φιλοσοφικό πρόβλημα, κ.λπ.
  Ο Αλκιβιάδης καταλήγει λέγοντας ότι εξαπατήθηκε από τον Σωκράτη, όπως και πολλοί άλλοι, γιατί νόμιζε ότι ήταν εραστής ενώ στην πραγματικότητα ήταν ερωμένος. –Πρόσεχε, προειδοποιεί τον Αγάθωνα, μην την πάθεις κι εσύ.
  Και η αφηγηματική ανατροπή:
  -Άσε τις μαλαγανιές Αλκιβιάδη. Νομίζεις δεν κατάλαβα το κόλπο σου; Όλοι αυτοί οι έπαινοι για μένα ήταν για να πετάξεις, τάχα αδιάφορα, στο τέλος, ότι είμαι ερωμένος και όχι εραστής, και να με κάνεις έτσι να τσακωθώ με τον Αγάθωνα, για να μη σου τον φάω. Αλλά εμείς δεν μασάμε, ε Αγάθωνα;
  Και ο Αλκιβιάδης:
  - Σωκράτους παρόντος των καλών μεταλαβείν αδύνατον άλλω. (223 a). Σε νεοελληνική παράφραση: Όταν είναι ο Σωκράτης παρών είναι αδύνατο να ρήξεις γκόμενο, σου τον έχει φάει.
  Το έργο τελειώνει με μια παρέα μεθυσμένων να μπαίνει μέσα στο σπίτι γιατί κάποιος βλάκας που έφυγε ξέχασε να κλείσει την πόρτα. Το αποτέλεσμα ήταν να σταματήσει η συζήτηση και να το ρίξουν στο πιοτό».  

  [Συμπληρώνω για την ομότιτλη ταινία του Βισκόντι, με αφορμή την επανέκδοσή της, 20-6-2019.
  Δυστυχώς έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε που διάβασα τη νουβέλα, και δεν είχα τότε τη συνήθεια να γράφω και για τις κινηματογραφικές μεταφορές, έτσι δεν μπορώ να μιλήσω για τις διαφορές που σίγουρα υπάρχουν ανάμεσα στην ταινία και στη νουβέλα. Σίγουρα όμως δεν πρέπει να παρεκκλίνει ιδιαίτερα από την πλοκή, όπως θυμάμαι τη νουβέλα.
  Τα δοκιμιακά αποσπάσματα είναι εντελώς αντικινηματογραφικά, όμως ο Βισκόντι, για να μείνει πιστός στον Τόμας Μαν, διατηρεί κάποια από τα δοκιμιακά αποσπάσματα του έργου, στη μορφή του διαλόγου με ένα φίλο του. Επίσης υπάρχει πολύ πιο έντονο το στοιχείο του φλερτ ανάμεσα στον Τατζού και στον Άσενμπαχ, που γίνεται όμως μόνο με τις ματιές. Στις ματιές που του ρίχνει ο Άσενμπαχ ο Τατζού ανταποκρίνεται ντροπαλά.
  Είναι δυνατόν ένας μόλις έφηβος να έλκεται ερωτικά από έναν ηλικιωμένο;
  Ξέρω από έναν τούρκο φίλο μου ότι μπορεί να συμβεί κάτι τέτοιο με τους νεαρούς ομοφυλόφιλους. Θυμάμαι κάποτε, καθώς έφευγα από το κολυμβητήριο και κατευθυνόμουν προς το αμάξι μου, που μου έκανε νόημα ένας νεαρός που καθόταν μέσα σε ένα ανοιχτό σπορ αυτοκίνητο ότι ήθελε να μου πει κάτι. Πλησιάζω. Όταν φτάνω κοντά του μου λέει: -Ξέρεις, μου αρέσουν οι ώριμοι άντρες. -Λυπάμαι, του λέω, αλλά είμαι straight. Αμέσως πατάει γκάζι και εξαφανίζεται σαν βολίδα.
  Συνειδητοποίησα μ’ αυτή την ταινία και ένα εντελώς κινηματογραφικό εφέ έκπληξης. Ο Άσενμπαχ πλησιάζει την οικογένεια για να την προειδοποιήσει για την πανούκλα. Η μητέρα φωνάζει τον Τατζού. Έρχεται και κάθεται δίπλα της. Ο Άσενμπαχ του χαϊδεύει τα μαλλιά. Η επόμενη σκηνή ήταν συνέχεια της προ-προηγούμενης, ένας διάλογος με κάποιον. Τελικά όλο αυτό δεν ήταν παρά μια φαντασίωση στο μυαλό του Άσενμπαχ.
  Εξαιρετικός ο Dirk Bogarde, και φυσικά ο Βισκόντι. Δεν είναι τυχαίο που κανείς δεν τόλμησε να μεταφέρει τη νουβέλα στον κινηματογράφο μετά από αυτόν, προφανώς φοβούμενος τη σύγκριση].  
  Ο «Τριστάνος» παραπέμπει στον Βαγκερικό Τριστάνο. Η Γαβριέλα Έκχοφ βρίσκεται σε σανατόριο (το σανατόριο αυτό θα το ξαναβρούμε στο «Μαγικό βουνό»), υποφέροντας από φυματίωση. Ο Δικταίος γράφει σχετικά στον επίλογο.
  «Την αυτογνωσία της θα την κερδίσει (βοηθούμενη σ’ αυτό από κάποιο συγγραφέα, ένα γελοίο υποκείμενο) μέσα από μια μουσική του έρωτα και του θανάτου (τον «Τριστάνο» του Βάγκνερ), για να την πληρώσει αμέσως με το θάνατό της». Θα παρασυρθεί από τον συγγραφέα αυτόν να παίξει μουσική, πράγμα που της ήταν απαγορευμένο λόγω της αρρώστιας της, με αποτέλεσμα να πεθάνει.
  Και θυμήθηκα τις τρεις προσευχές της ψυχής από τον «Φτωχούλη του Θεού» του Καζαντζάκη.
  -Θεέ μου, μη με αφήσεις ατέντωτη γιατί θα σαπίσω.
  -Θεέ μου, μη με παρατεντώσεις, γιατί θα σπάσω.
  -Θεέ μου, παρατέντωσέ με κι ας σπάσω.
  Η ψυχή της Γαβριέλας παρατεντώθηκε και έσπασε.
  Η ιστορία της μου θύμισε την Αντωνία στα «Παραμύθια του Χόφμαν», την όπερα του Όφενμπαχ, που πεθαίνει κι αυτή με παρόμοιο τρόπο. Ίσως υπήρξε η πηγή της έμπνευσης του Μαν.
  Ο τίτλος αποτέλεσε ερέθισμα για μένα για να δω δυο Τριστάνους: του Βάγκνερ και την ταινία του Kevin Reynolds, το σενάριο της οποίας, παρεμπιπτόντως, έγραψε ένας Dean Georgaris, προφανώς ελληνικής καταγωγής. Για την ακρίβεια ο τίτλος είναι "Τριστάνος και Ιζόλδη", και αναρωτιέμαι γιατί ο Μαν, αφού ήθελε να αποκαλύψει την πηγή της έμπνευσής του, δεν χρησιμοποίησε το όνομα Ιζόλδη.
  Για την όπερα έχουν γραφεί τόσα, τι να γράψω εγώ. Απλά ότι με τον Βάγκνερ έκανα τη γνωριμία μου με την κλασική μουσική, για την οποία θα γράψω ίσως ένα ακόμη ομότιτλο αυτοβιογραφικό απόσπασμα. Όσο για το σενάριο της ταινίας, διαφέρει αρκετά από το λιμπρέτο της όπερας. Τώρα ποιο από τα δυο έργα αποκλίνει περισσότερο από κάποιον ur-Myth, τον αρχέμυθο, αυτό δεν το ξέρω. Ίσως να μην έχει και νόημα, και δεν θυμάμαι ποιος κοινωνικός ανθρωπολόγος είπε ότι ο αρχέμυθος είναι το σύνολο των παραλλαγών του-αν θυμάμαι καλά. Ίσως ο Λεβί Στρως στην «Άγρια σκέψη». Ας μην ξεχνάμε, μια και μιλάμε για τον Μαν, πως οι παραλλαγές του μύθου του Φάουστ από τον Μάρλοου, τον Γκαίτε και τον Τόμας Μαν μας ενδιαφέρουν περισσότερο από έναν πρωταρχικό μύθο που ίσως χάθηκε στην αχλή της ιστορίας.
  Για το τρίτο διήγημα, το «Γκλαούδιους Ντέι», ο Δικταίος γράφει: «Το τρίτο (είναι), μια σύγκρουση αισθητικής της τέχνης και της ηθικής». Ένας ντοστογιεφσκικός ήρωας, όπως είναι εξάλλου και ο αφηγητής στον «Τριστάνο», θα επιστρέφει επανειλημμένα σε μια γκαλερί επιμένοντας να απομακρυνθεί ένας πίνακας με γυμνό. Την τελευταία φορά θα τον πετάξουν έξω με τις κλωτσιές.
  Η τέχνη είναι πάνω από την ηθική; Ή το να επιμένουμε να θέσουμε την ηθική πάνω από την τέχνη είναι μια ανέλπιδη προσπάθεια; Δεν κατάλαβα. Μήπως μπορεί να μας εξηγήσει κανένας ισλαμιστής;
  Το τελευταίο διήγημα, «Ο νόμος», είναι μια μυθιστορηματική μεταγραφή της ιστορίας του Μωϋσή. Με την παλαιά διαθήκη έχει φλερτάρει αρκετά ο Μαν, με αποκορύφωμα την τετραλογία του «Ο Ιακώβ και τα αδέλφια του» (1933). Περιέργως μου άρεσε, αν και η πρόσληψή μου είναι διαφορετική από αυτή που θα ήθελε ο Μαν: Ο φωτισμένος ηγέτης πρέπει να μανουβράρει με τερτίπια έναν αμαθή λαό. Αλήθεια, οι ναζιστές έκαψαν και αυτό το έργο του;
  Έχω φτάσει ήδη στην τέταρτη σελίδα, όμως θα παραθέσω ένα ακόμη απόσπασμα. Είναι κάποιες πρόσθετες εντολές που ο Μωυσής έδωσε στο λαό του.
  «Γι’ αυτό δεν πρέπει να παντρεύεσαι, να πλαγιάζεις και με την πεθερά σου, για να αναφέρω μόνο ένα παράδειγμα. Είναι ανάρμοστο. Και ποτέ και πουθενά δεν πρέπει να πλαγιάζεις με την αδελφή σου, ώστε να δεις το αιδοίο της κι αυτή το δικό σου, γιατί αυτό ’ναι αιμομιξία. Δεν πρέπει, οπωσδήποτε, να πλαγιάζεις ούτε και με τη θεία σου, δεν ταιριάζει με την αξιοπρέπειά της, μήτε και με τη δική σου, βέβαια, αφήνω δα που θα κατατρομάξεις» (σελ. 250).
  Ένας κρητικός σε κάποια από αυτά θα συμφωνήσει, σε κάποια όμως θα διαφωνήσει.
  Ούτε που θα διανοηθεί ένας κρητικός να κοιμηθεί με την πεθερά του, καθώς δεν την χωνεύει καθόλου. Δεν είναι τυχαίο που κυκλοφορούν τόσες μαντινιάδες για τις πεθερές. Να παραθέσω μια:

  Όταν στο σπίτι μου κοντά η πεθερά ζυγώνει,
  με πιάνει σοκ αλλεργικό και παίρνω κορτιζόνη

  Το ίδιο και με την αδελφή:
  «Μακριά από μάνα κι αδελφή κι από άσχημη ξαδέλφη», συμβουλεύει σε ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο.
  Όμως για τη θεια έχει άλλη άποψη. Το τραγουδάκι που παραθέτει ο Καζαντζάκης, νομίζω στον «Καπετάν Μιχάλη», είναι αποκαλυπτικό.

  Με τη θεια μου τη Θοδώρα επηγαίναμε στη χώρα
  κι ήλεγέ μου κι ήλεγά τζη, κι ήγγιζέ μου κι ήγγιζά τση
  -Ώφου θεια μου τέτοια κάλλη, ώφου θεια και να ’σουν άλλη.
  -Κάνε γιε μου τη δουλειά σου, κι ύστερά ’μαι πάλι θεια σου.

  Αυτά για τον Μαν. Σειρά έχει η «Σαλαμπώ» του Φλωμπέρ.

2 comments:

Δάφνη Χρονοπούλου/ Daphne Chronopoulou said...

Πολυαγαπημένο κι από τις σπάνιες περιπτώσεις που η ταινία δεν επηρέασε την αγάπη μου γι αυτό. Θα το ξαναδιάβαζα ευχαρίστως.

Κι η Σαλαμπώ επίσης, με άλλο τρόπο, σαν ωραία ανάμνηση κόσμου που δε θέλω να ξαναεπισκεφθώ. Εκτός Μποβαρύ, Φλωμπέρ δεν έχω κέφι να ξαναδιαβάσω.

Babis Dermitzakis said...

Κι εγώ την Μποβαρύ διάβασα σε βίπερ φοιτητής και θέλω να την ξαναδιαβάσω. Τον άλλο Φλωμπέρ τον διάβασα αργότερα. Δηλαδή μόνο την Αισθηματική Αγωγή, και τώρα τη Σαλαμπώ.